Ολυμπία
Σ’ενα τόπο που η φύση χάρισε γαλήνια ομορφιά και αρμονία στην καταπράσινη κοιλάδα ανάμεσα στον ποταμό Αλφειό και τον παραπόταμό του Κλαδέο, στους πρόποδες του πευκόφυτου Κρόνιου λόφου, αναπτύχθηκε και άκμασε ο λαμπρότερος θρησκευτικός χώρος του αρχαίου κόσμου και λίκνο των Ολυμπιακών Αγώνων, Η ΟΛΥΜΠΙΑ. Αυτήν που ο Λυσίας ονομάζει ‘τον κάλλιστον της Ελλάδος τόπον’ (Ολυμπιακοί Λόγοι).
Ο ιερός χώρος της Ολύμπιας άρχισε να διαμορφώνεται κατά τον 10ο αι. π.Χ. – 9ο αι. π.Χ. και ήταν αφιερωμένος στον Δία. Κατά την αρχαϊκή περίοδο (7ο αι. π.Χ. – 6ο αι. π.Χ.) ανεγείρονται τα πρώτα μεγαλοπρεπή οικοδομήματα και από το 576 π.Χ. η Ολυμπία έχει φθάσει στο απόγειο της αίγλης και της ακμής της. Φιλόσοφοι, πολιτικοί, ποιητές, συγγραφείς, ρήτορες και γλύπτες έφταναν εδώ για να συναντήσουν το καλύτερο και μεγαλύτερο ακροατήριο για την διάδοση των έργων και των ιδεών τους: Πλάτων, Αριστοτέλης, Ηρόδοτος, Λυσίας, Θεμιστοκλής, Αλκιβιάδης, Πίνδαρος, Μέγας Αλέξανδρος.
Το λαμπρότερο μεταξύ των οικοδομημάτων ήταν ο ναός του Δία (460 π.Χ. – 467 π.Χ.), έργο του Ηλείου αρχιτέκτονα Λίβωνα. Κατά τον Παυσανία, ‘στο ανατολικό αέτωμα υπήρχε η παράσταση της αρματοδρομίας μεταξύ του Πέλοπα και του Οινόμαου με το άγαλμα του Δία στη μέση. Στα δεξιά του στεκόταν ο Οινόμαος με κράνος στο κεφάλι και δίπλα η σύζυγος του Στερόπη. Το δυτικό αέτωμα αναπαριστά τη μάχη των Λαπίθων με τους Κενταύρους’. Αυτά τα δύο αετώματα είναι μεταξύ των λαμπρότερων έργων της αρχαίας Ελληνικής γλυπτικής και εκτίθενται στο Μουσείο της Ολυμπίας. Στο εσωτερικό του ναού είχε τοποθετηθεί το κολοσσιαίο χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δια, έργο του μεγάλου γλυπτή Φειδία.
Δυο άλλα αριστουργήματα της γλυπτικής του 5ου και του 4ου αι.π.Χ μπορεί να θαυμάσει κανείς στο Μουσείο της Ολυμπίας. Το άγαλμα του Ερμή του Πραξιτέλη και το άγαλμα της Νίκης του Παιωνίου.
Το άγαλμα του Ερμή του Πραξιτέλη βρέθηκε το 1877 κάτω από τα ερείπια του ναού της Ήρας στην Ολυμπία κατά τις ανασκαφές του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Το άγαλμα {343 π.Χ.} από λευκό μάρμαρο της Πάρου, είναι έργο του μεγαλύτερου γλύπτη του 4ου αι.π.Χ του Πραξιτέλη. Παριστάνει τον Ερμή, εύρωστο και ωραιότατο νέο, κρατώντας στην αγκαλιά του τον μικρό Διόνυσο να του προσφέρει ένα τσαμπί σταφύλι.
Στο έργο αυτό, η ονειροπόλος έκφραση του προσώπου, η καθαρότητα του βλέμματος που ατενίζει με ηρεμία το άπειρο, το χαμόγελο που μόλις διαγράφεται στα χείλη, η λεπτότητα του στόματος, τα άτακτα μαλλιά, η στιλπνότητα του μαρμάρου, δίνουν το μέγεθος της ωραιότητας και χάρης που χαρακτηρίζουν την απαράμιλλη τέχνη του Πραξιτέλη.
«Είναι το καθαρότερο και το πλέον προφανές σύμβολο ενός εσώτατου ονειροπολήματος» C. Waldstein – Διευθυντής Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής – Αθήνα – 1882. Το άγαλμα του Ερμή είναι το διασημότερο κόσμημα του Μουσείου της Ολυμπίας και από τα διασημότερα της γλυπτικής τέχνης ανά τον κόσμο, καθώς αποτελεί και το μοναδικό πρωτότυπο έργο του περίφημου γλύπτη που διασώζεται μέχρι σήμερα.
Η Νίκη του Παιωνίου,{5ος αι.π.Χ} έργο του σπουδαίου επίσης γλύπτη Παιώνιου, σκαλισμένη σε λευκό μάρμαρο της Πάρου, αναπαριστά τη Νίκη ως φτερωτή θεά, δυνατή και ανάλαφρη, να αιωρείται ντυμένη με αραχνοΰφαντο χιτώνα, και κρατώντας πέπλο που κυματίζει στον αέρα, να κατεβαίνει θριαμβευτικά από τον Όλυμπο για να στεφανώσει τους νικητές.
Ο σχιστός χιτώνας και το ιμάτιο σχηματίζουν πτυχές στο σώμα της θεάς και δίνουν την εντύπωση της πτώσης και της κυριαρχίας στα στοιχεία της φύσης. Δίπλα της με ανοιχτά φτερά πετάει ένας αετός απεσταλμένος του Δία.
Έξω από την ανατολική πλευρά της Άλτης βρισκόταν το φημισμένο Στάδιο της Ολυμπίας. Οι αθλητές έμπαιναν από την Κρυπτή οδό, μία στεγασμένη δίοδο με θόλο, μήκους 32μ, πλάτους 3,7μ. και ύψους 4,45μ. Στην κάθε πλευρά της εισόδου υπήρχαν δυο κίονες Κορινθιακού ρυθμού.
To Στάδιο είναι ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο χωρητικότητας 45,000 θεατών που κάθονταν απ’ ευθείας στο επικλινές έδαφος που έκλεινε το Στάδιο από όλες τις πλευρές. Ο αγωνιστικός χώρος του Σταδίου είχε μήκος 212μ. και τρία διαφορετικά πλάτη, 28,6μ, 29,7 και 30,7μ. Το διάστημα, δε, που έτρεχαν οι δρομείς το ‘στάδιον’ είχε μήκος 197,27μ. όσο και το μήκος του αγωνιστικού χώρου του Σταδίου.
Για το άθλημα του δρόμου οι αθλητές έπαιρναν θέση στη γραμμή της εκκίνησης και με ένα σύστημα με σχοινιά και πασσάλους με την ονομασία ‘ύσπληξ’, ξεκινούσαν όλοι ταυτόχρονα τη στιγμή που ο αφέτης τραβούσε τα σχοινιά και έπεφταν οι πάσσαλοι που βρίσκονταν μπροστά σε κάθε αθλητή. Άλλα αγωνίσματα δρόμου ήταν: ο δίαυλος, 384,5μ, ο οποίος καθιερώθηκε από την 14η Ολυμπιάδα, ο δόλιχος, περίπου 4.600μ. που καθιερώθηκε από το 720 π.Χ. και ο οπλιτόδρομος, 384,5μ. με κράνος και ασπίδα από το 520 π.Χ.
Οι αγώνες που τελούνταν στο χώρο από τα προϊστορικά χρόνια αναδιοργανώνονται κατά τον 8ο αι π.Χ., θεσπίζεται η ‘ιερή εκεχειρία’, όπως επίσης και η τέλεση τους ανά τετραετία, ενώ αποκτούν πανελλήνιο χαρακτήρα. Το στεφάνι των νικητών, ‘η καλλιστέφανος ελαία’ αποτελούσε τη μεγαλύτερη τιμή για τον ίδιο και την πόλη του και δεν αντισταθμιζόταν ούτε με χρήματα ούτε με αξιώματα.
Από το 776 π.Χ. που άρχισε η επίσημη καταγραφή, οι αγώνες γνώρισαν δώδεκα αιώνες ακμής και λάμπρυναν την ιστορία του αθλητισμού.
Η Ολυμπιακή ιδέα ότι η αισθητική του σώματος είναι αναπόσπαστη από την πνευματική καλλιέργεια είχε συναρπάσει ολόκληρο τον κόσμο κι αυτός είναι ο λόγος που η φλόγα στην ιερή Άλτη δεν έσβησε όσο τελούνταν οι αγώνες. Έσβησε όμως το 426 μ. Χ. όταν καταργήθηκαν οι ειδωλολατρικές θρησκείες και καταστράφηκαν οι ναοί της Ολυμπίας με διάταγμα του Θεοδοσίου ΙΙ με την έλευση του Χριστιανισμού.
Σήμερα, παρά τις όποιες ιστορικοπολιτικές ανακατατάξεις ανά την υφήλιο, θεωρούμε ότι η φλόγα εξακολουθεί να καίει όταν και όπου τελούνται Ολυμπιακοί Αγώνες κι αυτό συμβολίζει τη σημαντική οικουμενική κληρονομιά που μας άφησε το κλέος της Ολυμπίας.